Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και η σχέση της με την εργατική εξουσία

Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και η σχέση της με την εργατική εξουσία

(αναδημοσίευση από το blog Ανταίος 19/5/2011)

Την Δευτέρα 18/4/2011, η Αλέκα Παπαρήγα παρουσίασε, στο συλλαλητήριο του ΚΚΕ στο Σύνταγμα, την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ για έξοδο απ την κρίση προς όφελος του λαού, που συμπυκνώνεται στο σύνθημα, λαϊκή εξουσία και οικονομία. Η πρόταση αυτή του ΚΚΕ, αποτελεί συνέχεια, αλλά και τροποποίηση, της πρότασης που κατέθεσε πέρυσι και την οποία, στο πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΚΚΕ στις 15 Μάη, το οποίο ομολογουμένως ήταν πολύ μαζικό, η Αλέκα Παπαρήγα περιέγραψε σε γενικές γραμμές την πολιτική αυτή πρόταση διεξόδου του ΚΚΕ.

 

Στο φύλλο 37 (Ιούνης του 2010) της Εργατικής Πολιτικής, ασκήσαμε, τότε, κριτική στην πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, επισημαίνοντας ότι:

«Καταθέτει όμως το ΚΚΕ μία πρόταση διεξόδου από την κρίση λόγω της παρούσας συγκυρίας; Ή καταθέτει μία πρόταση μη υλοποιήσιμη σήμερα και μόνο για τη ζύμωσή της ανάμεσα στους εργαζόμενους που δοκιμάζονται από την κρίση, προκειμένου να παλέψουν σ’ αυτή την κατεύθυνση στο μέλλον; Για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι από τα δύο επιδιώκει. Αυτό που όμως ισχύει τελικά είναι ότι η πρόταση του ΚΚΕ δεν είναι ούτε για το σήμερα αλλά ούτε για το αύριο».

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και τώρα. Θέλουμε όμως να επισημάνουμε κάποια καινούργια στοιχεία που περιλαμβάνει η πρόταση, πέρα απ’ τη χρησιμότητα και τη χρήση του βωξίτη ο οποίος «οικονομικά είναι εκμεταλλεύσιμος για την παραγωγή αλουμίνας» πράγμα που κάποιος μεταλλειολόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα.

Παραθέτουμε εδώ τα σημεία εκείνα που θεωρούμε ως καινούργια στοιχεία της πρότασης του ΚΚΕ και θα περάσουμε στη συνέχεια στην κριτική τους.

Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ μας λέει λοιπόν, ως καινούργιο στοιχείο, ότι:

«ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ΓΡΗΓΟΡΟΤΕΡΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙ ΣΩΣΤΑ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ. ΕΠΙΚΡΙΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΧΗΣ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ ΕΝΑ ΜΕΣΟ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ. Η ΑΠΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΕΛΘΕΙ ΜΙΑ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΩΝ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΕΤΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΗ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΦΑΥΛΟ ΚΥΚΛΟ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΓΗΣ.

Οι εκλογές μπορούν να σπρώξουν τα πράγματα προς τα εμπρός αν κερδίσει έδαφος η πολιτική ρήξης και ανατροπής, αν ενισχυθεί η κοινωνική λαϊκή συμμαχία σε βάρος της εξουσίας του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, αν στηριχτεί η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.

Η ρήξη και η ανατροπή δεν θα γίνει σε μια μέρα, θα περάσει διάφορες «στιγμές» ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων. Δεν μπορεί να καθορίσει κανείς από πριν πώς ο συσχετισμός δυνάμεων θα εκφράζεται στο κυβερνητικό επίπεδο, με αυτοδυναμία ή όχι, πολιτική αστάθεια ή όχι. ΝΑΙ μπορεί να αντιμετωπίσουμε περίοδο πολιτικής αστάθειας ώσπου να διαμορφωθούν συνθήκες ανατροπής. Ο λαός πρέπει να σπρώξει τα πράγματα προς τα εμπρός, να αξιοποιήσει κάθε δυσκολία στο σχηματισμό της μιας η την άλλης κυβέρνησης. Να μη φοβάται τίποτε που αδυνατίζει την εξουσία των μονοπωλίων κάτω από τη δική του παρέμβαση…».

Το ΚΚΕ αποφεύγει για μια ακόμα φορά να μιλήσει καθαρά για το ποιος ή ποιοι, με ποιο τρόπο θα πάρουν την εξουσία και την κυβέρνηση, μιας και απ’ ότι φαίνεται, αυτό δεν θα γίνει κοινοβουλευτικά, παρόλο που «οι εκλογές μπορούν να σπρώξουν τα πράγματα μπροστά». Αυτό όμως που είναι βέβαιο, είναι ότι στην κεντρική εξουσία δεν θα είναι τα εργατικά όργανα, αλλά, μια άλλη εξουσία στην οποία απλά θα «μετέχουν» οι αιρετοί και ανακλητοί εκπρόσωποι των εργαζομένων.

Αυτό που βγαίνει ως συμπέρασμα είναι ότι: τα πράγματα είναι δύσκολα, θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο, είναι αναγκαιότητα η λαϊκή εξουσία-οικονομία, αλλά σήμερα δεν είναι εφικτή. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται απ’ την τοποθέτηση της Παπαρήγα, στην πανευρωπαϊκή συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στις Βρυξέλες, στις 11/4/2011, στην οποία είπε:

«Το ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη η σοσιαλιστική κοινωνική επανάσταση, δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά δεν τίθεται ζήτημα αναγκαιότητας του σοσιαλισμού από την πλευρά του εργατικού κινήματος, ως απάντηση του ξεπερασμένου καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».

Αλλά και απ’ την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ όπως την περιέγραψε πέρυσι, στην οποία μας λέει ότι:

«Υπάρχουν ήδη σήμερα οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, που έχει βασικό χαρακτηριστικό της την απόφαση του λαού να μετατρέψει την ιδιοκτησία των μονοπωλίων σε κοινωνική-λαϊκή. Όμως, υπολείπεται σε δύναμη και οργάνωση ο υποκειμενικός λαϊκός κοινωνικοπολιτικός παράγοντας που θα δρομολογήσει αυτήν την εξέλιξη, στην κατάλληλη στιγμή, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα θα έχει υποστεί τέτοια και τόσα πλήγματα που δε θα μπορεί να κυριαρχεί, να εξουσιάζει όπως σήμερα».

Πράγμα που επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά, η Παπαρήγα, απαντώντας στο ερώτημα δημοσιογράφου: «-Είπατε ότι υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη λαϊκή εξουσία στη χώρα μας, δεν διευκρινίσατε όμως πώς θα γίνει η λαϊκή εξουσία πραγματικότητα;»

«…Αντικειμενικά μπαίνει το ζήτημα αυτό, σαφώς δεν είναι στην ημερήσια διάταξη σήμερα η ριζική ανατροπή στη συνείδηση του λαού…».

Και παρακάτω:

«Τέλειωσε η περίοδος εκείνη που ο καπιταλισμός έκανε ορισμένες παραχωρήσεις. Τι παραχωρήσεις να σου κάνει; Αφού στα παίρνει όλα, να σου δώσει σε δέκα χρόνια τι; Πάλι θα είσαι πολύ πίσω απ' αυτό που είχες κατακτήσει 50 και 60 χρόνια, αυτή είναι η εξέλιξη. Δεν έχουμε αυταπάτες. Εμείς λέμε αντικειμενικά το ζήτημα αυτό πρέπει να κερδίσει έδαφος».

Αυτή ήταν η απάντηση της Παπαρήγα.

Και, για να επεκτείνει ακόμα περισσότερο αυτό τον ισχυρισμό, αναφέρθηκε, στην ανάπτυξη της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ, σε αυθόρμητες εκδηλώσεις του κόσμου απέναντι σε αστούς πολιτικούς και σε άλλους αγώνες που γίνονται, λέγοντας:

«Στρέφουμε τα πυρά μας και σε εκείνες τις δυνάμεις που νοθεύουν το λαϊκό ριζοσπαστισμό, εμποδίζουν την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης. Εκείνες τις δυνάμεις που φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι το εργατικό κίνημα και την ταξική πάλη, που αναγορεύουν σε κίνημα την κουκούλα ή το γιαούρτι, ή θεωρούν ότι όλη η Ελλάδα πρέπει να γίνει μια Κερατέα».

Και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι, αμέσως μετά την αποκήρυξη της Κερατέας απ' την Παπαρρήγα, (και το χάρισμά της σε άλλες δυνάμεις) την επόμενη μέρα, η Κερατέα νίκησε, έστω προσωρινά, έστω μερικά. Η κυβέρνηση υπαναχώρησε, οι εργασίες σταμάτησαν, οι αστυνομικές δυνάμεις αποχώρησαν.

Το συμπέρασμα των παραπάνω διατυπώσεων, διαπιστώσεων, συμπερασμάτων και θέσεων, είναι: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Η επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, η λαϊκή εξουσία-οικονομία επίσης, παραχωρήσεις-καταχτήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, τα γιαουρτώματα και οι αγώνες τύπου Κερατέας δεν πρέπει να μας αφορούν, άρα όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα τίθενται επί τάπητος: « να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Η αδιέξοδη αυτή κατάληξη της πολιτικής του ΚΚΕ θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση την ίδια τη δική του παρέμβαση και την παρέμβαση του ΠΑΜΕ διότι κανένας, εκτός ελαχίστων που πρέπει να δικαιολογήσουν τον κομματικό ή συνδικαλιστικό μισθό, δεν πρόκειται να δώσει αποφασιστική μάχη έχοντας λήξει απ τα πριν ότι δεν γίνεται τίποτα!

Κυρίως όμως, αυτή η πολιτική και η παγιωμένη πρακτική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων, οδηγεί το ίδιο το κίνημα σε συνολικό στραπάτσο και πλήρες αδιέξοδο, σε πλήρη αναπηρία.

Σχετικά με την πολιτική αστάθεια που επικαλείται το ΚΚΕ λέγοντας:. «…ΝΑΙ μπορεί να αντιμετωπίσουμε περίοδο πολιτικής αστάθειας ώσπου να διαμορφωθούν συνθήκες ανατροπής. Ο λαός πρέπει να σπρώξει τα πράγματα προς τα εμπρός, να αξιοποιήσει κάθε δυσκολία στο σχηματισμό της μιας η την άλλης κυβέρνησης. Να μη φοβάται τίποτε που αδυνατίζει την εξουσία των μονοπωλίων κάτω από τη δική του παρέμβαση…». Πρέπει να πούμε ότι από τα παραπάνω φαίνεται πως, η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων θα καταρρεύσει σχεδόν από μόνη της μπροστά στην αδυναμία της να σχηματίσει κυβέρνηση. Μια αντίστοιχη κατάσταση, πολιτικής αστάθειας, υπήρξε το 1989-90 και οδήγησε, με την πλάτη που έβαλε ο Συνασπισμός (ΚΚΕ, ΕΑΡ κλπ), στο σχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στη συνέχεια στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Άρα, η πολιτική αστάθεια από μόνη της δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αντικαπιταλιστική διέξοδο, δεν οδηγεί στη λαϊκή ή, πολύ περισσότερο, στην εργατική εξουσία, ελλείψει μάλιστα πολιτικής πρότασης για έξοδο απ την παρούσα κρίση. Η αστική τάξη θα βρει λύση στο πρόβλημα της κυβέρνησης, αν παίζει μόνη της στο πολιτικό γήπεδο. Το παράδειγμα άλλωστε του Βελγίου είναι χαρακτηριστικό: Για πάνω από ένα χρόνο δεν συγκροτείται κυβέρνηση κι όμως το κράτος λειτουργεί κανονικά, πράγμα που συμβαίνει συχνά και στην Ιταλία.

Ο παράγοντας που μπορεί να παρέμβει αποφασιστικά και καταλυτικά σε τέτοιες εξελίξεις, εκτός απ τους αγώνες που πρέπει να αναπτυχθούν, είναι η ταχτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση» και ένα αντίστοιχο πρόγραμμα που θα οξύνει την κρίση και θα αποτελεί την εργατική απάντηση στην κρίση.

Και, όπως λέμε στην απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης της κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ:

«Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα επιδιώξεων για το απώτερο μέλλον, όπως έχει συνηθίσει η Αριστερά να καταγράφει σε προγραμματικά κείμενα, έχοντας κατά νου ότι δεν θα κληθεί άμεσα να τα υλοποιήσει, αλλά το χαρακτήρα προγράμματος εξουσίας. Που πάει να πει ότι το πολιτικό μέτωπο ή συμμαχία που υιοθετεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, προτίθεται είτε να το υλοποιήσει ως κυβέρνηση – και αυτό το νόημα έχει ο στόχος της «εργατικής κυβέρνησης» - είτε να το θέσει ως σύνολο όρων προκειμένου να στηρίξει μια αστική κυβέρνηση, σε περίπτωση, για παράδειγμα, που προκύψει τέτοιο ζήτημα λόγω έλλειψης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, ώστε με αυτόν τον πολιτικό ελιγμό να αποκαλύψει τον ταξικό χαρακτήρα της όποιας κυβέρνησης προκύψει στα μάτια των εργαζομένων».

Μ' αυτή την ταχτική οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους θα περιορίσουν στο ελάχιστο τη δυνατότητα της αστικής τάξης να βρει λύση κατά πως τους βολεύει διότι θα έχουν απέναντί τους αντίπαλο με συγκεκριμένη ταχτική και στρατηγική. Δεν θα παίζουν μόνοι τους.

Αβίαστα προκύπτει, απ' τα παραπάνω, το συμπέρασμα ότι, ακόμα και η καλή πρόθεση που λέει «ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ΓΡΗΓΟΡΟΤΕΡΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ» αναιρείται πάραυτα, ελλείψει εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, απ' τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, απαξίωσης του αυθόρμητου και των επί μέρους αγώνων, αλλά κυρίως, ελλείψει, συνολικά επαναστατικής ταχτικής και στρατηγικής.

Μια προσπάθεια προσέγγισης της επαναστατικής ταχτικής, στη βάση των επεξεργασιών του 4ου Συνεδρίου της 3ης Διεθνούς, γίνεται στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, στο οποίο μας λένε:

«...Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της…».

Η προσπάθεια αυτή, του ΚΚΕ, αναιρείται απ' το περιεχόμενο που δίνουν σ' αυτή την εξουσία, όπως περιγράφεται στο ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ, και όπως καταδείχνουμε και εμείς παρακάτω και εν κατακλείδι, δεν συνιστά «…την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της…».

Στο πρόγραμμα όμως του ΚΚΕ, προβλέπεται και μία ακόμα κυβερνητική εκδοχή:

«…Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα..»,

και παρακάτω:

«…Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας…».

Είναι φανερό ότι η σημερινή ηγεσία, όλα τα παραπάνω, τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων και η κατάληξη, η νέα γραμμή, είναι αυτή που περιγράφεται σήμερα ως πολιτική πρόταση του ΚΚΕ. Μαζί με αυτά όμως πέταξε και τη δυνατότητα επαναανακάλυψης των επεξεργασιών της 3ης Διεθνούς και την επαναστατική ταχτική της εργατικής κυβέρνησης.

Η πρόταση του ΚΚΕ παρακάτω, στα μέτρα που θα παρθούν απ’ τη λαϊκή εξουσία για την εξοικονόμηση χρημάτων, προβλέπει ότι, η λαϊκή εξουσία ανάμεσα στα άλλα, θα επιβάλει «Τη διαγραφή του δημόσιου χρέους το οποίο δε χρωστούν οι εργαζόμενοι και το οποίο ξεπέρασε πλέον τα 340 δις. ευρώ, ενώ αυξήθηκε κατά 41 δις. ευρώ μόνο το 2011».

Είναι θετική εξέλιξη η υιοθέτηση απ’ το ΚΚΕ του αιτήματος για διαγραφή του χρέους, πράγμα που αποτελεί φυσιολογική και αναμενόμενη εξέλιξη που προήρθε κάτω απ’ την πίεση της ίδιας της πραγματικότητας και την πολιτική πίεση που άσκησαν οι πολιτικές δυνάμεις που υιοθέτησαν, σχετικά έγκαιρα, αυτό το σύνθημα. Σ' αυτή την εξέλιξη η κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ διεκδικεί το μερίδιο που της αναλογεί ως η πρώτη οργάνωση που έθεσε, καθαρά και γραπτά, αυτό το ζήτημα απ’ τις αρχές ακόμα του 2009 και μάλιστα προέβλεψε την προωθητική του δύναμη και την αναγκαστική υιοθέτησή του απ’ το σύνολο της αριστεράς που έχει αναφορά στην εργατική τάξη.

Η υιοθέτηση όμως απ’ το ΚΚΕ αυτού του αιτήματος, όπως και άλλων παρόμοιων αιτημάτων, δεν αρκεί για να του δώσει την αυτοτελή δυναμική που του αντιστοιχεί, διότι δεν προβάλλεται ως αίτημα του σήμερα αλλά ως μια προγραμματική δέσμευση της λαϊκής εξουσίας η οποία, όταν έρθει στα πράγματα, θα προχωρήσει στη διαγραφή του χρέους. Όμως, η αξία, σήμερα, της άλλης πρότασης και εξουσίας, της εργατικής εξουσίας-της δικτατορίας του προλεταριάτου και της εργατικής πολιτικής, δεν είναι να διατυμπανίζονται ονομαστικά ως τέτοιες, αλλά να γίνονται αιτήματα και στόχοι πάλης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ΣΗΜΕΡΑ!, να υιοθετηθούν απ το εργατικό και λαϊκό κίνημα, να παλευτούν αποφασιστικά απ' αυτό, να καλυφθούν πολιτικά απ τους φορείς που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και ελλείψει, σήμερα, των εργατικών οργάνων που θα υλοποιήσουν αυτό το στόχο-αίτημα, να αναλάβουν, οι πολιτικές αυτές δυνάμεις, την υλοποίησή του ως εργατική κυβέρνηση, ως κυβέρνηση των εργατικών και λαϊκών οργάνων τα οποία πρέπει να αναδειχθούν και να αναλάβουν την πλήρη υλοποίηση και διεύρυνση ενός εργατικού προγράμματος συμπεριλαμβανομένου και του αιτήματος-στόχου της διαγραφής του χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία).

Συνεχίζοντας η Αλέκα Παπαρήγα περιγράφει το πώς εννοεί το ΚΚΕ τον εργατικό έλεγχο και τη λειτουργία της λαϊκής εξουσίας. Μας λέει λοιπόν ότι:

«Ο εργατικός έλεγχος, η λαϊκή συμμετοχή θα είναι κατοχυρωμένη όχι μόνο νομικά και θεσμικά αλλά και με πρακτικά μέτρα όπως είναι η διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, για να ασκούν αυτόν τον έλεγχο.

Θα ξεκινά από τις παραγωγικές μονάδες με εκλεγμένους, ανακλητούς εκπροσώπους και θα επεκτείνεται στο σύνολο κάθε κλάδου, κάθε περιοχής.

Στα εκλεγμένα όργανα εξουσίας θα μετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων στις κρατικές παραγωγικές μονάδες, θα αντιπροσωπεύονται επίσης οι συνεταιρισμένοι εμπορευματο-παραγωγοί, οι φοιτητές και οι συνταξιούχοι και άλλοι που δεν μετέχουν σε κρατικές επιχειρήσεις. Ακόμη και στο ανώτατο όργανο εξουσίας για το σύνολο της χώρας, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι δε θα είναι μόνιμοι αλλά ανακλητοί. Οι εκλεγμένοι δεν θα έχουν ιδιαίτερες απολαβές και προνόμια».

Φτάνουμε τώρα στο δια ταύτα. Το ΚΚΕ μπαίνει στη διάρθρωση της λαϊκής εξουσίας, εξηγεί το πως εννοεί την λαϊκή εξουσία ή, μάλλον, το ρόλο της εργατικής τάξης, τη θέση της στη λαϊκή εξουσία. «… Στα εκλεγμένα όργανα εξουσίας θα μετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων…». ΘΑ ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ, δεν θα αποτελείται το κεντρικό και τα άλλα όργανα εξουσίας, (η κυβέρνηση, τα υπουργεία, η τοπική αυτοδιοίκηση κλπ), απ’ τους εκλεγμένους και ανά πάσα στιγμή ανακλητούς απ τις συνελεύσεις που τους εξέλεξαν, εκπροσώπους των εργατών και των φτωχών αγροτών, αλλά, οι εργατικοί εκπρόσωποι, απλά θα «ΜΕΤΕΧΟΥΝ» στο κεντρικό όργανο και στα άλλα όργανα εξουσίας!!!

Εδώ σίγουρα υπάρχει σοβαρό μπέρδεμα διότι, στην περσινή πολιτική πρόταση του ΚΚΕ προβλέπετε πως;

«Εκλέγεται από τα κάτω προς τα πάνω το ανώτατο όργανο εξουσίας με μη μόνιμους και ανακλητούς εκπροσώπους, που δεν πρέπει να ξεκόβονται από την παραγωγή. Όπου χρειάζεται γίνεται απόσπαση κατά τη διάρκεια της θητείας τους ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες. Οι αντιπρόσωποι, όπως λένε σήμερα «βουλευτές», δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές, κλπ)».

Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να φανταστούμε, ίσως, μια «βουλή» που οι βουλευτές της θα εργάζονται στις προηγούμενες δουλειές τους και ταυτόχρονα θα νομοθετούν, θα ασκούν και νομοθετικό έλεγχο, θα ασκούν και εκτελεστικό έργο, παρόλο που: «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα». (Κράτος και Επανάσταση).

Χρειαζόμαστε στα σίγουρα όμως μια διευκρίνιση για το ποιο σενάριο απ τα δύο ισχύει για το ανώτερο αλλά και για τα άλλα όργανα και πιο θα είναι το ποσοστό συμμετοχής της εργατικής τάξης σ’ αυτά τα όργανα διότι, όπως είναι φανερό, τάξεις και στρώματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Θα υπάρχει η τάξη των αγροτών που διαθέτουν μέσα παραγωγής αλλά και άλλων μικρών και μεσαίων αστών που επίσης θα εξακολουθούν να διαθέτουν μέσα παραγωγής στα χέρια τους (εδώ υποθέτουμε ότι η μεγάλη αστική τάξη δεν θα υπάρχει εφόσον, σύμφωνα με το ΚΚΕ, προβλέπεται:

«…να γίνουν λαϊκή περιουσία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, στους κλάδους της μεταποίησης και γενικότερα της βιομηχανίας και του συγκεντρωμένου Εμπορίου. Να δημιουργηθούν ενιαίοι αποκλειστικά κρατικοί φορείς στους κλάδους στρατηγικής σημασίας, όπως της Ενέργειας, των Τηλεπικοινωνιών, των Κατασκευών, των Μεταφορών, της Εξόρυξης. Να κοινωνικοποιηθεί η γη, οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα, να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί φτωχών και μεσαίων αγροτών, ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα της κατακερματισμένης χρήσης της γης…».

Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται επαρκώς ποιο είναι το περιεχόμενο του εργατικού ελέγχου. Το ζήτημα του εργατικού ελέγχου, που απαιτεί εργατική εξουσία, δεν μπαίνει, απ το ΚΚΕ, σαν ένα επαναστατικό μέτρο αλλά στερείται περιεχομένου και αφήνει πολλά περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες. Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, μας λέει ότι:

«Η λαϊκή εξουσία θα στηριχθεί σε λαϊκούς θεσμούς που θα γεννήσει η πάλη και η πρωτοβουλία του εργατικού-λαϊκού κινήματος, θα αναδειχθούν, κατά συνέπεια, νέοι θεσμοί.

Βάση της λαϊκής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Mέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται όταν πρέπει οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας».

Και παρακάτω:

«Η λαϊκή εξουσία θεσμοθετεί και παίρνει πρακτικά μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η άσκηση του εργατικού και γενικότερα κοινωνικού ελέγχου, η ανεμπόδιστη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας. Είναι ζωτική ανάγκη να καταγγέλλονται πάσης φύσεως και προέλευσης αυθαιρεσίες, γραφειοκρατία ή άλλα αρνητικά φαινόμενα».

Για να είναι ο εργατικός έλεγχος επαναστατικό μέτρο και για να συμβάλει, ως αίτημα σήμερα, στη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης των μελλοντικών της καθηκόντων, πρέπει να διατυπώνεται σαφέστατα και να δείχνει-προβλέπει ότι, όλες οι αποφάσεις των αιρετών και ανακλητών εργατικών επιτροπών είναι υποχρεωτικές για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, (ιδιωτικών και κρατικών) για όλα τα ζητήματα, απ τις επενδύσεις μέχρι την νέα τεχνολογία ως τις συνθήκες εργασίας. Πρέπει να προβλέπεται επίσης η κατάργηση κάθε μορφής απορρήτου και η δυνατότητα δημοσίευσης των αποτελεσμάτων του εργατικού ελέγχου.

Πρέπει δηλαδή «να είναι αίτημα που καταργεί το κουμάντο του καπιταλιστή και του γραφειοκράτη και να τονίζει το κουμάντο της εργατικής τάξης», όπως έγραφε ο σ. Μπατίκας. Αντί αυτού, ο εργατικός έλεγχος της λαϊκής εξουσίας του ΚΚΕ, περιορίζεται «στον έλεγχο της διεύθυνσης», και διασφαλίζεται η «άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας».

Ο χαρακτήρας της κάθε εξουσίας κρίνεται απ τη θέση που κατέχουν οι τάξεις σ’ αυτή και απ τα ζητήματα που έρχεται να λύσει. Είδαμε παραπάνω το ρόλο που επιφυλάσσει η λαϊκή εξουσία για την εργατική τάξη. Το ρόλο του συμμετέχοντα στις αποφάσεις με ένα, απροσδιορίστου αρμοδιοτήτων αλλά σαφέστατα περιορισμένο, εργατικό έλεγχο...

Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, επιπλέον, δεν κάνει καμία νύξη για την επανάσταση και για το κράτος και αφήνει να εννοηθεί ότι η κατάληψη, η ανατροπή του κράτους θα γίνει απλά με την αντικατάσταση κάποιων και την τοποθέτηση, σε κάποιες θέσεις-κλειδιά, ανθρώπων της λαϊκής εξουσίας χωρίς συνολικό τσάκισμα, της αστικής κρατικής μηχανής και των οργάνων καταστολής, τη διάλυση του στρατού και της αστυνομίας και την αντικατάστασή τους απ’ την πολιτοφυλακή. Διαβάζουμε στο πρόγραμμα του ΚΚΕ:

«…Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική…».

Διαβάζουμε στο «Κράτος και επανάσταση»:

« …Η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της» σελίδα 37, και παρακάτω, στη σελίδα 41: «...Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του με τον ένοπλο λαό» (Κράτος και Επανάσταση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1984).

Καμία νύξη δεν γίνεται για την αναγκαία μεταβατική περίοδο, απ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, το κράτος της οποίας είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, η εργατική εξουσία που αποτελεί τη μοναδική πόρτα προς το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Ας δούμε όμως και πως όριζαν οι κλασικοί τη λαϊκή οικονομία, σε μια απ’ τις λίγες αναφορές τους με μια τέτοια έκφραση:

«Όλη η λαϊκή οικονομία, οργανωμένη όπως το ταχυδρομείο, έτσι που οι τεχνικοί, οι επιστάτες, οι λογιστές, καθώς και όλοι οι αξιωματούχοι να μην παίρνουν μισθό παραπάνω από το «μισθό εργάτη», κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του ένοπλου προλεταριάτου -να ποιος είναι ο πιο άμεσος σκοπός μας. Να τι λογής κράτος, να πάνω σε ποια οικονομική βάση μας χρειάζεται. Να τι θα μας δώσει την εκμηδένιση του κοινοβουλευτισμού και τη διατήρηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, να τι θ' απαλλάξει τις εργαζόμενες τάξεις από την εκπόρνευση αυτών των θεσμών από μέρους της αστικής τάξης». (Κράτος και Επανάσταση, σελ. 50).

Και ακόμα:

«…ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη. Και σ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου…» το ίδιο σελ 86.

Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η λαϊκή εξουσία και οικονομία, δεν είναι η εργατική εξουσία-η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι μια ακόμα καπιταλιστική εξουσία και μια μικροαστική δημοκρατία, το κράτος της οποίας παραμένει το ίδιο με πριν, δηλαδή αστικό κράτος.

Η λαϊκή εξουσία-οικονομία, τυγχάνει τουλάχιστον 2 ερμηνειών απ την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και παρακάτω. Οι ερμηνείες αυτές απλά επιτείνουν τη σύγχυση και καθόλου δεν ξεφεύγουν απ’ την ουσία. Αποτελούν απλά, παραλλαγές της.

Έτσι λοιπόν ο Στέφανος Κρητικός καλεί το λαό: «…Να οξύνει, δηλαδή, με τον αγώνα του την κρίση, να τσακίσει κάθε σενάριο μασκαρέματος του αστικού πολιτικού συστήματος, να το δυσκολέψει τόσο, ώστε να το ανατρέψει, ανατρέποντας την εξουσία του κεφαλαίου, κοινωνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής, αφαιρώντας την ιδιοκτησία τους από τους καπιταλιστές, για να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία και οικονομία, που η ανάπτυξη θα γίνεται σε όφελός του και χωρίς οικονομικές κρίσεις. Ζήτημα που επίσης συνδέεται με την αποδέσμευση από την ΕΕ». Εφ. «Ρ» Τετάρτη 27/4/2011.

Εδώ παραλείπεται, εκτός απ' τη μεταβατική περίοδο και η λαϊκή εξουσία και οικονομία ως τέτοια. Όλα ταυτίζονται και θα γίνουν με μία πράξη.

Η δε Παπαρήγα, στη συνέντευξή της στις 13/4/2011, μας λέει ότι: «Η επικράτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας αποτελεί αναγκαιότητα για την ευημερία του λαού όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε κάθε καπιταλιστική χώρα, ανεξάρτητα από τη θέση της στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα».

Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η συμφωνία που υπάρχει στο εσωτερικό του ΚΚΕ, να εξηγούν δηλαδή, η κάθε πλευρά, την λαϊκή εξουσία οι μεν ως τέτοια, οι δε ως εργατική εξουσία.

Και οι 2 απόψεις συμπίπτουν στο ότι η εξουσία τους, είτε ως εργατική είτε ως λαϊκή, έχει τι ίδιο περιεχόμενο και τα ίδια καθήκοντα. Ταυτίζεται δε -και απ’ τις δύο πλευρές- με το σοσιαλισμό, είναι σοσιαλισμός.

Αυτό προκύπτει απ’ το ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ, το οποίο λέει:

«…Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική…».

Εδώ έχουμε μια παραλλαγή του μικροαστικού σοσιαλισμού, του σοσιαλισμού του Κάουτσκι, ο οποίος, για το ΚΚΕ, συμπυκνώνεται στα εξής: κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής + κεντρικός σχεδιασμός + εργατική-λαϊκή εξουσία + συνεταιρισμοί = σοσιαλισμός.

Επαναλαμβάνουμε, για μια ακόμα φορά, ότι πρόκειται για τον απόλυτο ορισμό του σοσιαλισμού απ' τον Κάουτσκι που συμπυκνώνεται στα εξής: εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμός = Σοσιαλισμός.

Αυτή ακριβώς την Καουτσκική αντίληψη για το σοσιαλισμό υιοθέτησε, σε μια πορεία, η ηγεσία του ΚΚΣΕ, και ενώ μέχρι το 1925 έλεγε: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι αυτοσκοπός. Η δικτατορία είναι το μέσο, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Και τι είναι σοσιαλισμός; Σοσιαλισμός είναι το πέρασμα απ την κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου στην κοινωνία χωρίς κράτος» (Στάλιν, ερωτήσεις και απαντήσεις, ομιλία στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ. Το απόσπασμα είναι παρμένο απ το άρθρο του Κώστα Μπατίκα «η νίκη της επανάστασης σε μια χώρα και η παγκόσμια ολοκλήρωσή της» που επαναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αριστερή Ανασύνταξη στο τεύχος 34-35). ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ, η Σοβιετική ηγεσία, ΣΤΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ 10ΕΤΙΑς ΤΟΥ ’30. Με βάση αυτή την αντίληψη για το σοσιαλισμό οικοδομήθηκε, ότι οικοδομήθηκε, απ’ το τέλος ακόμα της δεκαετίας του ’20, στη Σοβιετική Ένωση (χωρίς να παραγνωρίζουμε την ορμή της επανάστασης και να μηδενίζουμε τα ηρωικά αυτά παραδείγματα και τις τεράστιες και παγκόσμιας σημασίας καταχτήσεις της εργατικής τάξης, κυρίως στη Σ.Ε).

Ακριβώς αυτή η αντίληψη και πρακτική ηττήθηκε και κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος και όχι ο σοσιαλισμός του Μαρξ και του Ένγκελς. Κατέρρευσε ο σοσιαλισμός του Κάουτσκι. Ακριβώς αυτό το σοσιαλισμό, του Κάουτσκι, το σοσιαλισμό που κατέρρευσε, υπερασπίζεται το ΚΚΕ, ακριβώς αυτό το σοσιαλισμό προτείνει εκ νέου. Το ΚΚΕ ταυτίζει τη λαϊκή εξουσία-οικονομία με την εργατική εξουσία-τη δικτατορία του προλεταριάτου και αυτή την εξουσία με το σοσιαλισμό. Ταυτίζει δηλαδή τη μεταβατική, απ' τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, περίοδο, με το σοσιαλισμό. Αυτός ο σοσιαλισμός, ο σοσιαλισμός του Κάουτσκι, αν επικρατήσει, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια και στην καλύτερη περίπτωση, στην παλινόρθωση του καπιταλισμού και, χωρίς την ορμή της επανάστασης, την οποία αποφεύγει ακόμα και ως λέξη το ΚΚΕ, ο καπιταλισμός δεν θα εκλείψει καθόλου. Θα είναι διαρκώς παρών στην λαϊκή εξουσία και οικονομία, απλά θα περάσει μια μικρή περιπέτεια.

Όπως γράψαμε και στο προηγούμενο άρθρο κριτικής στο ΚΚΕ:

«Εφόσον λοιπόν το πρόγραμμα αφορά στο μέλλον και εφόσον τα ζητήματα τίθενται σήμερα για ζύμωση, μη υπάρχοντος υποκειμενικού παράγοντα για την υλοποίησή του, όπως διατείνεται το ΚΚΕ, το πρόγραμμα της Παρισινής Κομμούνας και της νικηφόρας Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η βάση, ο οδηγός και το πρότυπο για τέτοιου είδους προγράμματα».

Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συμβαίνει. Αντίθετα, κάτι αντίστοιχο μ’ αυτά που έγιναν στην πρώην Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του ’30 μας προτείνουν οι σύντροφοι του ΚΚΕ (τηρουμένων των αναλογιών) και οδήγησαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Στη Σ.Ε της δεκαετίας του ‘30, ενώ υπήρχαν πλέον όλες οι προϋποθέσεις για να μπουν σε εφαρμογή ο αρχές συγκρότησης του Κράτους τύπου Κομμούνας (αιρετότητα, ανακλητότητα, εναλλασσόμενη διοίκηση, πληρωμή με το μέσο μισθό του εργάτη, πλήρης δημοσιότητα, αποφασιστικός εργατικός έλεγχος με την έννοια ότι οι αποφάσεις των εργοστασιακών συμβουλίων είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές για τη διοίκηση) και να αποκατασταθεί έτσι η επαναστατική πορεία που είχε διαταραχθεί από την εγκατάλειψή κάποιων απ τα παραπάνω, στα πρώτα κιόλας χρόνια με τη νίκη του Οκτώβρη, μια εγκατάλειψη που επέβαλε η καθυστέρηση της χώρας και συνιστούσε μια αναγκαία υποχώρηση της επανάστασης για την ίδια τη σωτηρία της και όχι μια νομοτελειακή εξέλιξη της σοσιαλιστικής επανάστασης, αυτοί προχώρησαν στην καταστροφή κάθε στοιχείου που θύμιζε Κράτος τύπου Κομμούνας, προχώρησαν στην αστική κοινοβουλευτικοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό συνιστούσαν οι αλλαγές στο σύνταγμα του 1936, όπου έγινε «αναδιοργάνωση των σοβιέτ των εργατών, αγροτών και μαχητών του κόκκινου στρατού», τα οποία μετονομάστηκαν σε «σοβιέτ αντιπροσώπων των εργαζομένων». Οι εκλογές έγιναν «ισότιμες» και «άμεσες» και αντικαταστάθηκε η παραγωγική με την εδαφική αρχή. Στις εκλογές για όλα τα σοβιέτ, εκλογικές μονάδες έγιναν πλέον οι εκλογικές περιφέρειες και η αναλογία εκπροσώπησης καθορίστηκε με βάση τον αριθμό των κατοίκων. Τροποποιήθηκε επίσης ο κανονισμός διεξαγωγής των εκλογών, οι οποίες διεξάγονταν πλέον σε εκλογικά τμήματα και όχι στις Γενικές Συνελεύσεις των εργατών στα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς. Τα σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργαζομένων ήταν τώρα σοβιέτ πόλεων, συνοικισμών και χωριών και όχι πλέον σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών, των μαχητών του κόκκινου στρατού και των μικρών αγροτών. Επιπλέον, είχε παγιωθεί η μονοπρόσωπη διοίκηση.

Γίνεται φανερό ότι επρόκειτο για την πλήρη κοινοβουλευτικοποίηση των σοβιέτ. Αυτό ήταν το πραγματικό περιεχόμενο της μετατροπής της δικτατορίας του προλεταριάτου σε παλλαϊκό κράτος, όπως ονομάστηκε αργότερα το κράτος της Σοβιετικής Ένωσης.

Αυτό θα είναι, και μάλιστα επί τω χείριστο, το πραγματικό περιεχόμενο της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας η οποία φροντίζει μεν να εκλέγονται απ’ τους εργασιακούς χώρους οι εργατικοί αντιπρόσωποι, τους περιορίζει δε, σε ρόλο συμμετέχοντα και κρίνοντα και όχι αποφασίζοντα και εκτελούντα.

Η λαϊκή εξουσία δεν είναι καν δικτατορία του προλεταριάτου, δεν προϋποθέτει καν επανάσταση, δεν περιγράφει τον τύπο του κράτους που θα έχουμε και τα μέτρα που θα παρθούν άμεσα στην κατεύθυνση τσακίσματος του αστικού κράτους και επιβολής της εργατικής εξουσίας και την αντικατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απ τη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων, των Γενικών Συνελεύσεων, τη δημοκρατία των Σοβιέτ, την Εργατική Δημοκρατία.

Άρα, πρόκειται για μικροαστική εξουσία και δημοκρατία με πολλές δόσεις εργατισμού και λαϊκισμού οι οποίες δεν είναι ικανές να σκεπάσουν το πραγματικό περιεχόμενο, της, αστικού χαρακτήρα και ψευδεπίγραφης, λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.

Φυσικά οι σύντροφοι του ΚΚΕ μπορεί να αντιτείνουν ότι και αυτή η πρόταση είναι για το σήμερα και να μας παραπέμψουν στο συνολικό τους πρόγραμμα για περισσότερες διευκρινήσεις. Όπως γράφαμε και στο προηγούμενο άρθρο κριτικής:

«…Καμία διατυπωμένη πρόταση διεξόδου δεν έχει αξία, αν παραμένει ευχολόγιο ή σχέδιο επί χάρτου, σε στιγμές κρίσης, όπως η σημερινή. Από την άλλη πλευρά, ένα μίνιμουμ πρόγραμμα, μία πρόταση της στιγμής από ένα εργατικό κόμμα δεν μπορεί να αποκόβεται από την στρατηγική του».

Απ' όλα όσα γράψαμε παραπάνω όμως, προκύπτει ότι, ούτε το πρόγραμμα του ΚΚΕ μπορεί να μας φωτίσει περισσότερο και το οποίο αποτελεί, εν τέλει, τη βάση ολόκληρης της μικροαστικής απάντησης που δίνει το ΚΚΕ στο ζήτημα της εξουσίας, της αλληλοαναιρούμενης πολιτικής του, του μείγματος ρεφορμισμού, οπορτουνισμού και σεχταρισμού που διαπερνάει συνολικά τη γραμμή του και ευθύνεται που πάνε κυριολεκτικά χαμένες αξιόλογες και μάχιμες δυνάμεις που βρίσκονται στις γραμμές του και στην επιρροή του.

Σχετικά με την κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και τη δυνατότητα, ή μη, κατακτήσεων, τα πράγματα δεν είναι όπως τα περιέγραψε η Παπαρήγα.

Ο ρεφορμισμός, ο οποίος κυριαρχεί για πολλά χρόνια στο κίνημα, αποδεικνύεται πλέον αναποτελεσματικός, είτε στην συναινετική είτε στην αγωνιστική εκδοχή του, αδυνατεί όχι μόνο να επιτύχει αλλά και να περισώσει και τις στοιχειώδεις ακόμα κατακτήσεις των εργαζομένων. Έχει επίσης χάσει πλέον το ρόλο να καταθέτει προτάσεις, τύπου «κοινωνικού συμβολαίου», για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του συστήματος.

Η παραμικρή πλέον κατάκτηση αποτελεί ζήτημα επαναστατικής πάλης, θα επιτευχθεί δηλαδή με την πάλη που αμφισβητεί συνολικά την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την ξεπεσμένη και πλήρως εκφυλισμένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η πάλη για κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, στο όνομα της εργατικής τάξης και η δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων αποτελούν την απάντηση στην ανικανότητα του καπιταλισμού να καλύψει όλες τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.

Οι κομουνιστές, με την ταχτική του ενιαίου μετώπου στο μαζικό εργατικό κίνημα, παλεύουν αποφασιστικά μέσα στο υπάρχον κίνημα για την αλλαγή των συσχετισμών. Παλεύουμε αποφασιστικά για την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης, υπέρ της προλεταριακής αντίληψης, σε όλα τα επίπεδα. Για ένα σωματείο κατά κλάδο, μια Ομοσπονδία, ένα Εργατικό Κέντρο, μία ΓΣΕΕ, όλα «εκτός πάσης αστικής επιρροής».

Μέσα στην πάλη για υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων μας, στην πάλη για την ανάπτυξη αγώνων στη βάση των προβλημάτων ενάντια στον καπιταλισμό, συνδέουμε τη μεταρρύθμιση με την επανάσταση, την εργατική εξουσία, και την μετατρέπουμε σε πρακτικά αιτήματα του κινήματος. Αιτήματα, άλλα υλοποιήσιμα και άλλα όχι απ το σημερινό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, που δείχνουν το δρόμο στην εργατική τάξη για την υλοποίηση-πραγμάτωση του ιστορικού της ρόλου.

Οι αγώνες σε αυτήν την κατεύθυνση μπορούν, εκτός των άλλων, να αναγκάσουν τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους να κάνουν παραχωρήσεις προκειμένου να σώσουν την εξουσία και την ιδιοκτησία τους. Και αυτό θα γίνει όταν οι καπιταλιστές, νιώσουν στο σβέρκο τους την ανάσα ενός επαναστατικού κινήματος που θα απειλεί την ιδιοκτησία και την εξουσία τους.

Κατακτήσεις λοιπόν, μπορούν να υπάρξουν και σήμερα! Όχι όμως με την παλιά, τη ρεφορμιστική γραμμή, αλλά με τη νέα, την επαναστατική!

Στις σημερινές συνθήκες η τακτική των κομμουνιστών πρέπει να αναπτύσσεται με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, πρέπει να προβλέπει:

  • Ανατροπή του αντεργατικού προγράμματος σταθερότητας και του μνημονίου καθώς και των διαφόρων συμφώνων που υπογράφονται στην πορεία (σύμφωνο για το ευρώ κλπ).

  • Μονομερής διαγραφή του χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία).

  • Έξοδος από την ΟΝΕ την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ

  • Κρατικοποίηση τραπεζών, μεγάλων επιχειρήσεων, οργανισμών κοινής ωφέλειας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο

  • Κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που κλείνουν ή πτωχεύουν με δήμευση των περιουσιών των ιδιοκτητών τους

  • Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών και των φτωχών αγροτών, ρύθμιση των χρεών των εργαζόμενων μικροαστών

  • Χωρισμός κράτους – εκκλησίας. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας

  • Απαγόρευση των απολύσεων - Αυξήσεις στους μισθούς - Μείωση του χρόνου εργασίας - Δουλειά για όλους

Η ταχτική των κομμουνιστών στο πολιτικό επίπεδο, σήμερα, συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση», και όπως λέμε στην απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης:

«…Η επιδιωκόμενη εργατική κυβέρνηση μέσα στις τρέχουσες συνθήκες μιας σχετικής κοινοβουλευτικής ομαλότητας, δε θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση αλλά το πρώτο βήμα της επανάστασης. Θα είναι ή η θεσμική έναρξη της επανάστασης από τις ηγεμονικές επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις ή η θεσμική ήττα της επανάστασης και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και τη φίλιά τους αστική τάξη, οπότε θα πρέπει να ανατραπεί. Τα συνθήματα όμως του ενιαίου πολιτικού εργατικού μετώπου και της εργατικής κυβέρνησης, στο βαθμό που συσπειρώνουν την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους μικροαστούς και στο βαθμό που με τη δουλειά των επαναστατικών εργατικών δυνάμεων διασκορπίζουν τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της εργατικής τάξης, μπορούν να εκμαιεύσουν το σχηματισμό μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης η οποία θ’ αποτελέσει αφετηρία της προλεταριακής επανάστασης, «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου», όπως επισημαίνει και η σχετική απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς…».

Κάβουρας Δημήτρης