[2017-09-25] Συμπεράσματα από το 3ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις Ελλάδας (ΟΣΕΑΔΕ). (Β.Π.)

 Το 3ο τακτικό συνέδριο της ΟΣΕΑΔΕ πραγματοποιήθηκε στις 29 και 30 Ιουνίου στην Αθήνα. Η ΟΣΕΑΔΕ είναι η Ομοσπονδία των Συλλόγων των Εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.

Για όσους δεν το ξέρουν, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις είναι αυτοτελείς υπηρεσίες, οι οποίες εποπτεύονται από το Υπ. Εσωτερικών και αποτελούν βαθμίδα του διοικητικού μηχανισμού του κράτους. Πρόκειται δηλαδή για δομές γραφειοκρατίας του αστικού κράτους, οι οποίες βασίζονται στην πρόβλεψη του Συντάγματος ότι το σύστημα διοίκησης της Ελλάδας είναι το αποκεντρωτικό (μια μάλλον ευφημιστική περιγραφή για τον τρόπο διοίκησης του ελληνικού κράτους). Οι Αποκεντρωμένες διοικήσεις ασκούν αρμοδιότητες των πρώην κρατικών Περιφερειών, που με τη σειρά τους ασκούσαν αρμοδιότητες κάθετων δομών Υπουργείων, των παλιών Νομαρχιών (ελεγκτές νομιμότητας) και των δήμων (αλλοδαποί). Περιλαμβάνουν μια πανσπερμία υπηρεσιών: υπηρεσίες ελέγχου των ΟΤΑ (ελέγχου νομιμότητας και εγκρίσεως των αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων, των προϋπολογισμών τους, των προσλήψεων, κ.τ.λ.), τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (άδειες διαμονής σε αλλοδαπούς), τα δασαρχεία (χαρακτηρισμοί εκτάσεων ως δασικών, ως αναδασωτέων, προστασία δασικού περιβάλλοντος, κ.τ.λ.), υπηρεσίες περιβάλλοντος και χωροταξίας (αδειοδοτήσεις για αιολικά πάρκα, χρήση αιγιαλών, κ.τ.λ.), διαχείρισης δημόσιας περιουσίας, και πολλά άλλα. Είναι δηλαδή μια έκφανση του κράτους σε πολλούς κρίσιμους τομείς με τοπική αρμοδιότητα.

Συνολικά στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις εργάζονται 6.790 άτομα (στοιχεία από το Μητρώο Δημοσίων Υπαλλήλων, Δεκ. 2015). Παρ’ όλη τη σχετική διαδικτυακή έρευνα δεν μπορέσαμε να βρούμε στοιχεία για το συνολικό αριθμό των εγγεγραμμένων μελών και τη συμμετοχή στις εκλογές για αντιπροσώπους, ώστε να βγάλουμε κάποια βάσιμα συμπεράσματα για το βαθμό συνδικαλιστικής συσπείρωσης στους πρωτοβάθμιους συλλόγους και συνολικά στην Ομοσπονδία. Δεδομένου ότι υπήρχαν 161 διαπιστευμένοι αντιπρόσωποι στο 3ο Συνέδριο, και η αναλογία αντιπροσώπων προς ψηφίσαντες ήταν 1 προς 20, μπορούμε να υπολογίσουμε τους ψηφίσαντες για αντιπροσώπους στο Συνέδριο σε 161x20=3.220. Αν αυτό το νούμερο είναι κοντά στο πραγματικό, τότε φαίνεται ότι ψήφισαν περίπου οι μισοί των εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, πράγμα που δείχνει μια καλή συνδικαλιστική συσπείρωση.

Τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις είναι:

  • -η πιθανή τροποποίηση της σημερινής δομής της αποκεντρωμένης διοίκησης με κατάργηση της δομής των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και την εξεύρεση ενός νέου σχήματος. Η πιθανότητα αυτή ενισχύθηκε μετά από σχετικές δηλώσεις του Υπ. Εσωτερικών, κ. Σκουρλέτη, το Μάρτιο. Στο βαθμό που υλοποιηθεί, με μεταφορά πολλών αρμοδιοτήτων στις αιρετές Περιφέρειες και την ενσωμάτωση δομών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων σε αντίστοιχα Υπουργεία ως αποκεντρωμένες υπηρεσίες τους (π.χ., μεταφορά των Δασαρχείων στο Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης), διανοίγονται διάφοροι κίνδυνοι ενώπιον των εργαζομένων. Πρώτον, η πιθανή απώλεια θέσεων εργασίας για κάποιους από αυτούς που μπορεί να βρεθούν να περισσεύουν. Δεύτερον, η αναγκαστική μεταφορά κάποιων σε άλλες υπηρεσίες, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Όμως, από τη σκοπιά του κοινωνικού συνόλου η σοβαρότερη συνέπεια είναι η μείωση της δυνατότητας ελέγχου από τους πολίτες διάφορων μέτρων της διοίκησης και αύξηση της δυνατότητας διείσδυσης του μεγάλου κεφαλαίου στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην τοπική οικονομία.
  • -οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, οι οποίες έχουν επιδεινωθεί από τη σχετική αποψίλωση προσωπικού των τελευταίων χρόνων, αλλά και από την υποβάθμιση της υλικής υποδομής.
  • -οι πιέσεις για αξιολόγηση, αλλά και οι πιέσεις που θα ασκηθούν στο μέλλον για διαθεσιμότητες, περικοπή μισθών, κ.λπ. (ένας από τους άξονες του τρίτου μνημονίου είναι ο «εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης», και όταν οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους υπάλληλοι μιλάνε για εκσυγχρονισμό ξέρουμε τι εννοούν. Βλ. και παρακάτω).

Με την εξαίρεση του πρώτου ζητήματος που αφορά ειδικά τους εργαζόμενους στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις τα υπόλοιπα ζητήματα είναι λίγο-πολύ κοινά με αυτά των άλλων εργαζομένων στο Δημόσιο τομέα.

Ένα άλλο κάπως ιδιαίτερο ζήτημα για τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις είναι ότι πρόσφατα έγιναν τοποθετήσεις Συντονιστών, δηλαδή των ανθρώπων που είναι οι προϊστάμενοι των εφτά Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, μέσα από μια –υποτίθεται– αντικειμενική διαδικασία επιλογής. Παλιότερα, ο επικεφαλής κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος ονομαζόταν Γενικός Γραμματέας, ήταν πολιτικό πρόσωπο που επιλεγόταν από την εκάστοτε κυβέρνηση (όπως γινόταν παλιότερα με τους Νομάρχες). Πολλοί άσχετοι ως προς τα διοικητικά θέματα, και ως προς οτιδήποτε άλλο, γίνονταν Γενικοί Γραμματείς μόνο και μόνο γιατί είχαν μια καλή σχέση με κάποιον υπουργό ή άλλο κυβερνητικό στέλεχος ή γιατί είχαν προσφέρει κάποιου είδους υπηρεσίες στο κυβερνόν κόμμα. Ο Συντονιστής είναι πλέον ένα πρόσωπο που επιλέγεται από Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετά από προκήρυξη της θέσης στη βάση διάφορων αντικειμενικών κριτηρίων (περιλαμβάνεται βέβαια και συνέντευξη). Οι Συντονιστές έχουν 5ετή θητεία και αυτό είναι ίσως η πιο σημαντική αλλαγή, κυρίως γιατί αυτό οδηγεί σε ένα μοντέλο απολιτικοποιημένης διοίκησης, δηλαδή, μιας διοίκησης για την οποία η πολιτική ηγεσία δεν θα αναλαμβάνει καμιά ευθύνη. Η απολιτοκοποίηση της δημόσιας διοίκησης είναι επιταγή της τρόικα και ένα από τα ιερά δισκοπότηρα των «εκσυγχρονιστών» όλων των αποχρώσεων.

Πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν θετικά αυτήν την αλλαγή. Στο Συνέδριο της ΟΣΕΑΔΕ εκφράστηκαν θετικά για την επιλογή των Συντονιστών οι εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνδικαλισμού (συμπεριλαμβάνονται εδώ οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΛΑΕ που κατέβηκε μαζί με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, και φυσικά οι δυνάμεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ). Οι δυνάμεις αυτές, όπως και αρκετό μεγάλο τμήμα των πολιτών, δεν κατανοεί ότι τα μέτρα «εκσυγχρονισμού» της δημόσιας διοίκησης έχουν, συνήθως, αρνητικές συνέπειες πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους εργαζόμενους της διοίκησης και φυσικά για τους πολίτες, ιδιαίτερα τους εργαζόμενους, παρά την ελκυστική ετικέτα του «εκσυγχρονισμού». Για παράδειγμα, η απολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης οδηγεί στη δημιουργία ενός προστατευτικού τείχους γύρω από την πολιτική ηγεσία, η οποία θα μπορούσε έτσι να εισάγει αντιλαϊκά μέτρα, αλλά να καταλογίζει τις ευθύνες για την εφαρμογή τους στους «απολιτικοποιημένους» υπαλλήλους της διοίκησης. Ακριβώς, όπως για τις απολύσεις των εργαζομένων στην καθαριότητα των δήμων φταίνε, σύμφωνα βέβαια με την κυβέρνηση, τα δικαστήρια, η πιο διάσημη από τις «ανεξάρτητες» δομές του κράτους, και όχι η ίδια η κυβέρνηση που δεν κάνει προσλήψεις. Για τους ίδιους τους εργαζόμενους στη δημόσια διοίκηση, η αρνητική πλευρά αυτής της εξέλιξης βρίσκεται στο εξής: αν κάτι δεν πάει καλά στην εφαρμογή διαφόρων μέτρων υπεύθυνος θα είναι ο Συντονιστής, αλλά μαζί με αυτόν και όλοι οι υπάλληλοι της ιεραρχίας που υπέγραψαν μια απόφαση, για παράδειγμα. Φυσικά, όταν ο Συντονιστής αισθάνεται τη θέση του να τρίζει, θα έχει κάθε λόγο να ρίξει το φταίξιμο στους κατωτέρους του και να τους βάλει να πληρώσουν για οτιδήποτε πάει στραβά. Είναι πιο εύκολο, δηλαδή, να μεταφερθεί η ευθύνη για την αντιλαϊκή πολιτική στους ίδιους του εργαζόμενους της δημόσιας διοίκησης, ή έστω στο Συντονιστή. Είναι επίσης πιο εύκολο τώρα να αξιολογηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι με βάση τις επιδόσεις τους και τις επιδόσεις της υπηρεσίας τους καθώς αυτή αποκτά μια μορφή τύποις, και μόνο τύποις, ανεξαρτησίας από την πολιτική εξουσία. Από την άλλη, τα μεγάλα συμφέροντα θα μπορούν να ασκήσουν πίεση υπό την απειλή να εκθέσουν τους Συντονιστές και τους υπαλλήλους επειδή, για παράδειγμα, οι τελευταίοι θα επιλέξουν να μην τους κάνουν τα χατίρια. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση θα παραμένει στο απυρόβλητο.

Εννοείται βέβαια ότι, είτε μια υπηρεσία «ανεξαρτητοποιείται» ή «απολιτικοποιείται», είτε όχι, η ουσία παραμένει: ως δομές του αστικού κράτους οι κρατικές υπηρεσίες υπηρετούν τελικά τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. «Απολιτικοποιημένα» κράτη δεν υπάρχουν και δεν πρόκειται να υπάρξουν μέχρι την απονέκρωση της ίδιας της πολιτικής, και αυτή δεν πρόκειται να έρθει πριν εξαλειφθεί η κοινωνική ρίζα της πολιτικής, δηλαδή, οι ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις.

Με βάση όλα τα παραπάνω, στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις δημιουργείται ένα πλαίσιο που έχει αρχίσει να εφαρμόζεται γενικά στο δημόσιο (βλ. τις Ανεξάρτητες Αρχές, την ανεξαρτητοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας, την ανεξαρτητοποίηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων), και που τώρα έρχεται να εφαρμοστεί στην πιο στενή δημόσια διοίκηση. Με την έννοια αυτή, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις δρουν πιλοτικά για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής και σε άλλες υπηρεσίες του στενού διοικητικού τομέα του κράτους.

Όλα αυτά βέβαια είναι στα πλαίσια του «μικρού και ευέλικτου» κράτους που ευαγγελίζεται ο νεοφιλελευθερισμός και οι σοσιαλδημοκράτες διαφόρων αποχρώσεων (οι οποίοι έτσι απλώς υποσκάπτουν την πολιτική τους θέση και διανοίγουν το δρόμο στον νεοφιλελευθερισμό). Πολύ λίγο αντιλαμβάνονται όλοι αυτοί, τυφλωμένοι από τα δόγματά τους ή τα συμφέροντά τους, ότι το μικρό και ευέλικτο κράτος, εκτός από το ότι είναι προς το συμφέρον του μεγάλου, έως πολύ μεγάλου, κεφαλαίου, είναι και μια συνταγή που θα επιφέρει τρομερή καταστροφή σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Γιατί το «μικρό και ευέλικτο» κράτος μπορεί να είναι μια συνταγή που λειτουργεί αποτελεσματικά, για τα συμφέροντα του κεφαλαίου εννοείται, στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, όπου, για παράδειγμα, οι καπιταλιστές είναι πολύ ισχυροί και μπορούν να εξαγοράσουν μόνοι τους την εργατική τάξη (βλ. ΗΠΑ, Βρετανία). Ενώ αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τα Σκανδιναβικά κράτη, μια μόνιμη ονείρωξη των εγχώριων σοσιαλδημοκρατών, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι εκεί το κοινωνικό κράτος είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο, όπως και οι δημόσιες επιχειρήσεις, όπως αυξημένη είναι και η φορολογία του κεφαλαίου για να στηριχθεί αυτό το μεγάλο κράτος. Αντιθέτως, στην Ελλάδα οι καπιταλιστές φαίνεται να διαπνέονται από την αντίληψη ότι η πληρωμή φόρων είναι για τα κορόιδα. Η ισχυρή τους μερίδα, το εφοπλιστικό κεφάλαιο, έχει εξασφαλίσει διάφορες μορφές φορολογικής ασυλίας, ακόμα και συνταγματικά κατοχυρωμένες (το ίδιο κάνει και η Εκκλησία).

Επομένως, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πραγματικοί όροι για να εφαρμοστεί το μικρό και ευέλικτο κράτος χωρίς αυτό να σημαίνει μια τρομακτική καταστροφή σε βάρος των εργαζομένων (όπως δεν υπάρχουν και όροι για την ανάπτυξη ενός μεγάλου κοινωνικού κράτους τύπου σκανδιναβικών χωρών). Φανταστείτε τι θα σήμαινε «μικρό και ευέλικτο» κράτος στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική ασφάλιση, κ.τ.λ. στην Ελλάδα. Θα σήμαινε πολύ άσχημα πράγματα. Στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του ’90 και υπό την πίεση του εκσυγχρονισμού, τις λειτουργίες του κοινωνικού κράτους έχει αναλάβει η οικογένεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όταν αυτή δεν είναι ικανή για κάτι τέτοιο. Φανταστείτε τι θα σήμαινε για τα νοσοκομεία το να έχουν διευθυντές-μάνατζερ, όχι διορισμένους από την πολιτική ηγεσία, οι οποίοι θα αξιολογούνται με το κατά πόσο καταφέρνουν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας του νοσοκομείου (για παράδειγμα, μειώνοντας τις μέρες νοσηλείας, τις προκαταρκτικές εξετάσεις, το προσωπικό που απασχολείται, κ.τ.λ.). Το ίδιο με τους διευθυντές των σχολείων, τους διοικητές των ασφαλιστικών ταμείων, του Ο.Α.Ε.Δ., της Πρόνοιας, κ.τ.λ. Πολύ γρήγορα όλα αυτό το οικοδόμημα θα οδηγηθεί είτε στο να μην εξυπηρετεί καμία από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, είτε στην κατάρρευσή του και στο επόμενο βήμα, που είναι πάντα η ιδιωτικοποίηση. Και φυσικά μέσα από μια τέτοια διαδικασία οι χαμένοι θα είναι οι εργαζόμενοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί, ενώ κερδισμένο θα βγαίνει το μεγάλο κεφάλαιο.

Αρκετά, όμως μ’ αυτό το ζήτημα. Ας επιστρέψουμε στο Συνέδριο της ΟΣΕΑΔΕ. Δυστυχώς, ζητήματα ουσίας, όπως τα παραπάνω δεν συζητήθηκαν σε βάθος από τους συνέδρους της Ομοσπονδίας, κυρίως με ευθύνη των παρατάξεων του κυβερνητικού συνδικαλισμού, δηλαδή, των Συριζαίων, των Πασόκων, και των Δακιτών, οι οποίοι, βέβαια, εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και άλλα ηχηρά παρόμοια. Φαίνεται μάλιστα ότι ξεθάρρεψαν αρκετά ώστε να προσπαθούν να διαλύσουν κάθε συζήτηση για τα φλέγοντα ζητήματα και προσπάθησαν να δημιουργήσουν τεχνητές εντάσεις για ένα σωρό δευτερεύοντα ζητήματα: γιατί δεν κλήθηκαν να χαιρετήσουν στο συνέδριο η πολιτική ηγεσία ή άλλες ομοσπονδίες ή η ΑΔΕΔΥ· γιατί να πρέπει να καταβάλλουν συνδρομή στην Ομοσπονδία τα μέλη-σύλλογοι με βάση τα εγγεγραμμένα μέλη τους και όχι με βάση τα ψηφίσαντα, και άλλα τέτοια πολύ «καυτά» θέματα.

Στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος από όλα αυτά τα ζητήματα θα εξαλειφόταν, αν υπήρχε μια διαφορετική δομή στα σωματεία αντί η εξαιρετικά γραφειοκρατικοποιημένη δομή που έχει επιβληθεί από το ίδιο το αστικό κράτος και που καμιά δύναμη δεν καταπολεμά στην ουσία της (ειδικά το ΚΚΕ, που μπορεί, όποτε το συμφέρει, να γίνει γραφειοκρατικότερο και της αστικής γραφειοκρατίας). Για παράδειγμα, η δομή του βιομηχανικού συνδικάτου για το οποίο πάλεψαν οι κομμουνιστές στις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού και φυσικά οι μπολσεβίκοι, έχει παντελώς ξεχαστεί από τους σημερινούς δήθεν επιγόνους τους, δηλαδή, την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Μια τέτοια δομή θα σήμαινε να υπάρχει, αντί γι’ αυτό το γραφειοκρατικό τέρας της Ομοσπονδίας που έχει μέλη πρωτοβάθμια σωματεία, και όχι φυσικά πρόσωπα, ένα ενιαίο συνδικάτο όλων των εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις με ξεχωριστά παραρτήματα σε κάθε χώρο όπου υπάρχουν εργαζόμενοι, έστω και αν αυτοί ήταν ελάχιστοι (ακόμα και ένας). Ένα συνδικάτο που θα κάλυπτε όλους τους εργαζόμενους σε όλες τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ανεξάρτητα από γεωγραφική περιφέρεια, ειδικότητα, σχέση εργασίας (μόνιμοι, Ι.Δ.Α.Χ., συμβασιούχοι, κ.τ.λ.). Κάθε παράρτημα θα μπορούσε να εκλέγει και να ελέγχει πολύ άμεσα τους εκπροσώπους του και όλα τα μέλη θα εξέλεγαν αντιπροσώπους για το Συνέδριο του σωματείου που θα δρούσε σαν το ανώτερο καθοδηγητικό όργανό του. Η δύναμη ενός τέτοιου σωματείου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, καθώς θα είχε πολύ πιο άμεση σχέση με τα μέλη του, θα μπορούσε να τα κινητοποιήσει πιο εύκολα, ενώ η ηγεσία του θα ελεγχόταν και θα λογοδοτούσε πολύ άμεσα. Μια τέτοια δομή θα έλυνε εντελώς το πρόβλημα του τι συνδρομές θα αποδίδονται στην Ομοσπονδία, αφού δεν θα υπήρχε τέτοια Ομοσπονδία. Θα μείωνε συστηματικά τα μέλη των ΔΣ που παραμένουν ανεξέλεγκτα και θα εξουδετέρωνε ένα μεγάλο μέρος από την τεχνητή γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού (ξεχωριστά ΔΣ και καταστατικά για κάθε σύλλογο, ξεχωριστά για την Ομοσπονδία, κ.τ.λ.). Οι εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνδικαλισμού δεν θα μπορούσαν να αναπνεύσουν καθώς θα έχαναν τα ιδιαίτερα προνόμια που έχουν ως πρόεδροι και μέλη ΔΣ πρωτοβάθμιων σωματείων. Με την επιβολή επιπλέον μέτρων προς μια τέτοια κατεύθυνση, όπως η απαγόρευση συμμετοχής στο σωματείο όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης, η κατάργηση μιας σειράς προνομίων προς τους συνδικαλιστές (π.χ., οι συνδικαλιστικές άδειες. Άλλωστε οι υπεύθυνοι ενός παραρτήματος δεν θα χρειάζονται, ούτε θα μπορούν να δικαιολογήσουν τέτοιες άδειες –παρά μόνο ίσως για κεντρικές εκδηλώσεις– αφού θα μπορούν να επικοινωνούν άμεσα με τους συναδέλφους τους), η απαίτηση να ελέγχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τις διαδικασίες των σωματείων τους και όχι το αστικό κράτος (με την έγκριση των καταστατικών τους από τις συνελεύσεις των εργαζομένων και όχι από τα Πρωτοδικεία, με την οργάνωση των εκλογών από τους ίδιους τους εργαζόμενους χωρίς τη συμμετοχή του δικαστικού αντιπροσώπου, δηλαδή του αστικού κράτους), η ανακλητότητα των αντιπροσώπων, η δεσμευτική εντολή, κ.τ.λ., θα μπορούσαμε να έχουμε ένα πραγματικό συνδικαλιστικό κίνημα στην υπηρεσία των εργαζομένων.

Δυστυχώς, αυτή η προοπτική έχει χαθεί εντελώς και από το ΚΚΕ και από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Στο ΚΚΕ τα πράγματα έχουν πάρει μία τροπή που είναι πολύ άσχημη για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ενώ το ΠΑΜΕ, στην αρχή της πορείας του, είχε μια λογική συσπείρωσης όλων των εργαζομένων στη βάση των προβλημάτων τους και της αντικειμενικής τους κατάστασης, σήμερα το ΚΚΕ έχει εξοβελίσει εντελώς αυτήν τη μαρξιστική, ενιαιομετωπική λογική και την έχει αντικαταστήσει με τη λογική της δημιουργίας μετώπου στη βάση ιδεολογικής συμφωνίας.

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, μάλιστα, η ηγεσία του ΚΚΕ μοιάζει όλο και περισσότερο να βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία για να διατηρήσει τους εργαζόμενους διχασμένους στη βάση των ιδεολογικών τους διαφορών. Αυτό βρήκε και θεσμική έκφραση στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ με τη θέση ότι:

«Σήμερα, δεν αρκεί το κίνημα να έχει απλά κάποιους θετικούς επιμέρους στόχους. Αυτό που καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, το ρόλο του στη θετική προοπτική είναι ποιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η «ενότητα στο πρόβλημα» ή η «πάλη για τα προβλήματα» γενικά, σημασία έχει σε ποιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις τα διέπουν, ο σκοπός του αγώνα.» (Πολιτική Απόφαση 18ου Συνεδρίου, υπογράμμιση δικής μας)

Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν κατανοεί αυτή τη θέση ως μια θέση ζύμωσης αλλά ως μια θέση οργανωτικής διάσπασης του συνδικαλισμού: όχι ως μια θέση από την οποία πρέπει να εμφορούνται οι κομμουνιστές κάνοντας συστηματική δουλειά ζύμωσης αλλά και επιλογής θέσεων (και φυσικά και συμμαχιών με μη επαναστάτες) που θα προσανατολίζει το κίνημα σε επαναστατική κατεύθυνση, αλλά ως μια θέση για τον οργανωτικό διαχωρισμό των εργαζομένων και των σωματείων σε αυτούς που συμφωνούν με το «πολιτικό πλαίσιο», τις «ιδεολογικές θέσεις», και το «σκοπό του αγώνα», που καθορίζονται, σε τελική ανάλυση, από την ηγεσία του κόμματος, και σε αυτούς που για διάφορους λόγους δεν υιοθετούν αυτό το «πλαίσιο», τις «θέσεις» και το «σκοπό». Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται καθόλου, αν για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι υιοθετήσουν, με όποια σύγχυση, τον στόχο της κατάργησης των μνημονίων, αν ταυτόχρονα δεν υιοθετήσουν και την αντίληψη του ΚΚΕ ότι όλα τα προβλήματά τους, μαζί και η κατάργηση των μνημονίων, θα επιλυθούν στα πλαίσια της Λαϊκής Οικονομίας και Λαϊκής Εξουσίας που ευαγγελίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ σε κάποιο αδιευκρίνιστο μέλλον, όταν θα ωριμάσει η πολιτική συνείδηση των εργαζομένων (το βαθμό ωριμότητας της οποίας, υποθέτουμε, ότι μπορεί να κρίνει μόνο η ίδια η ηγεσία του ΚΚΕ). Η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται να έχει χάσει την επαφή με την ιστορική παράδοση και πραγματικότητα η οποία διδάσκει ότι καμιά επανάσταση δεν έχει γίνει με αίτημα την επανάσταση ή επειδή μεγάλες μάζες υιοθέτησαν την ιδεολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι επαναστάσεις γίνονται για «ειρήνη, γη, ψωμί» (για να θυμηθούμε την Οκτωβριανή επανάσταση της οποίας φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη νίκη της) με πρωτοπόρους εκείνους που πείθουν τις μεγάλες μάζες των εργαζομένων ότι είναι οι πιο ικανοί να φέρουν σε πέρας την υλοποίηση αυτών των αιτημάτων, μπαίνουν μπροστά σ’ αυτόν τον αγώνα, και ξεδιπλώνουν όλο το πρόγραμμά τους χωρίς να το μετατρέψουν σε όρο συμμετοχής στον αγώνα αυτό. Και φυσικά, ούτε περνάει από τα μυαλά της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι το «πολιτικό πλαίσιο», οι «ιδεολογικές θέσεις» και ο τελικός «σκοπός του αγώνα» που προπαγανδίζουν δεν είναι επαναστατικοί αλλά βαθύτατα ρεφορμιστικοί στόχοι (η ανάλυση τού γιατί η Λαϊκή Οικονομία και η Λαϊκή Εξουσία δεν έχουν σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου αλλά είναι στάδια πριν από αυτή θα πρέπει να περιμένει μια άλλη ευκαιρία).

Αυτή η αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ ευνοεί τελικά τον αντίπαλο, καθώς οδηγεί τους εργαζόμενους στην αγκαλιά του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αφού δεν μπορούν να περιμένουν πολλά σε πολιτικό επίπεδο σήμερα από το ΚΚΕ, οι εργαζόμενοι θα προσπαθήσουν να λύσουν τα προβλήματά τους ατομικά, ή μέσω άλλων πολιτικών δυνάμεων, και αυτό ακριβώς ευνοεί τις εργοδοτικές/κυβερνητικές δυνάμεις που πλασάρουν ως πλεονέκτημά τους τις σχέσεις τους με την εργοδοσία/κυβέρνηση ως τρόπο επίλυσης των προβλημάτων των εργαζομένων με εξατομικευμένο τρόπο. (Ίσως, λοιπόν, οι φωνασκίες των φιλο-κυβερνητικών παρατάξεων για το ότι δεν κλήθηκε να χαιρετήσει κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ήταν απλώς ένας τρόπος να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση αλλά ένας τρόπος να επιδείξουν το ισχυρό τους χαρτί: ότι αυτοί (οι φιλοκυβερνητικοί) έχουν τη δύναμη να φέρουν τον Υπουργό και να λύσουν τα προβλήματα των εργαζομένων στους διαδρόμους των Υπουργείων).

Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ότι η ΟΣΕΑΔΕ είναι η μοναδική Ομοσπονδία σε ολόκληρο το Δημόσιο Τομέα στην οποία έχουν πλειοψηφία δυνάμεις του ΚΚΕ. Και αυτό πάλι είναι δυνατό κυρίως γιατί οι δυνάμεις του ΚΚΕ σ’ αυτήν την Ομοσπονδία, για λόγους ιστορικούς, δεν διαπνέονται από τη σκληροπυρηνική λογική του ΠΑΜΕ που αποκλείει τις συνεργασίες. (Η Ομοσπονδία χρωστά την ύπαρξή της στην κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων: των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι οποίες έδειξαν ισχυρό πνεύμα συνεργασίας τον πρώτο καιρό). Έτσι, για παράδειγμα, οι δυνάμεις που πρόσκεινται γενικά στο ΚΚΕ δεν έχουν πρόβλημα να συνεργάζονται ακόμα και με τροτσκιστές, ή να κατεβαίνουν σε κινητοποιήσεις με άλλα σωματεία που δεν ανήκουν στη «δύναμη του ΠΑΜΕ». Αν ακολουθούσαν την επίσημη τακτική, μάλλον δεν θα είχαν την πλειοψηφία ούτε σ’ αυτήν την Ομοσπονδία.

(Από αυτήν την άποψη, επομένως, δεν είναι τυχαίο που δεν κλήθηκε κανένα άλλο σωματείο/ομοσπονδία, ούτε και η ίδια η ΑΔΕΔΥ για να χαιρετήσουν στο Συνέδριο. Η ΟΣΕΑΔΕ είναι ομοσπονδία «ανάδελφη». Η ηγεσία του ΚΚΕ μάλιστα, όπως φάνηκε και στις τοποθετήσεις των στελεχών της ΔΑΣ, φαίνεται να αντιλαμβάνεται με καθαρά εχθρικό τρόπο κάθε άλλη Ομοσπονδία ή την ΑΔΕΔΥ από τη στιγμή που δεν την ελέγχει. Και αυτή η εχθρότητα, εκτός από το ό,τι προβάλλεται συχνά και πάνω στα μέλη των άλλων σωματείων/ομοσπονδιών, κάνει αδύνατη κάθε ενιαιομετωπική δράση. Είναι περίπου σίγουρο ότι αν η πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ υιοθετούσε μια συγκεκριμένη πρόταση των δυνάμεων του ΚΚΕ και το πρόγραμμα πάλης τους, το ΚΚΕ θα εύρισκε τρόπο να αποφύγει τη συμπόρευση μαζί τους. Το έχει κάνει αυτό και στο παρελθόν.)

Στο πρόσφατο συνέδριο, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά που εκπροσωπούνταν στα προηγούμενα συνέδρια, δεν εκπροσωπήθηκε καθόλου, πράγμα που δείχνει τη γενικότερη κάμψη της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που η ΔΑΣ (η παράταξη που ελέγχεται κατά βάση από το ΚΚΕ) ενισχύθηκε, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι ψήφοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Οι φιλο-κυβερνητικές δυνάμεις δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη κάμψη (ακόμα και η ΠΑΣΚ που φαίνεται να χάνει δυνάμεις, δεν τις χάνει, γιατί απλώς ένας εκπρόσωπός της μεταπήδησε στο ψηφοδέλτιο της ΔΑΚΕ το οποίο ενισχύθηκε). Το ζήτημα όμως είναι ότι τώρα η ΔΑΣ θα βρίσκεται απέναντι σε μια πιο συμπαγή δύναμη φιλο-κυβερνητικών και μνημονιακών δυνάμεων σε σχέση με τα προηγούμενα Διοικητικά Συμβούλια. Έτσι, για παράδειγμα, όλες οι αποφάσεις του προηγούμενου Συμβουλίου βγήκαν ομόφωνα, πράγμα που σημαίνει ότι οι άλλες δυνάμεις, και κυρίως οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν εκλεγεί το 2015 με κυβέρνηση αντι-μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ψήφιζαν τις προτάσεις της ΔΑΣ. Όμως, τώρα οι δυνάμεις της ΔΑΣ θα βρίσκονται απέναντι σε πιο συγκεντρωμένες φιλο-κυβερνητικές, φιλο-μνημονιακές δυνάμεις και θα πρέπει να αναμένουμε μεγαλύτερη δυσκολία για ομόφωνες και αγωνιστικές αποφάσεις. Το πώς θα κινηθούν οι δυνάμεις στο ΔΣ θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο αν θα συνεχίσει να υπάρχει ένας αγωνιστικός προσανατολισμός στο νέο ΔΣ ή αν θα πάμε σε μια κατάσταση αδυναμίας δράσης και συνεχούς σύγκρουσης.

Τα σημάδια πάντως δεν είναι ευοίωνα. Αυτό φάνηκε στο Συνέδριο από τη διάθεση έντονης αντιπαράθεσης που επέλεξαν οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.

Φάνηκε επίσης και στο ότι το ψήφισμα που κατέβασε η ΔΑΣ ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους καταψηφίστηκε. Βέβαια, το τελευταίο μάλλον εύλογο είναι, καθώς το ψήφισμα κινούνταν στη γενική κατεύθυνση καταγγελίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων ακολουθώντας την απόφαση του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, η οποία ακολουθώντας τη γενική πολιτική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ όλη την περίοδο της κρίσης να μην δημιουργήσει προβλήματα στη σταθερότητα της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, προτάσσει ως γενικό στόχο την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Δηλαδή, η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται να ασχοληθεί με ό,τι θα μπορούσε να ανατρέψει την αστική εξουσία σήμερα (για παράδειγμα, ο αγώνας για την απαλλαγή από τα μνημόνια και το χρέος ή έστω από την απαλλαγή από την κυβέρνηση φέρνει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο πιο κοντά), και προτιμά να ασχοληθεί, για να γεμίζει και το χρόνο των μελών του, με την πιθανότητα εμπλοκής της χώρας σε ένα ιμπεριαλιστικό πόλεμο, χωρίς να δίνει την παραμικρή κατεύθυνση για το τι θα κάνει σε μια τέτοια περίπτωση (εκτός από τη ζύμωση ότι ο πόλεμος θα έχει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα). Πλήρης φυγή από την πραγματικότητα. Είναι φυσικό λοιπόν ότι οι Σύνεδροι αισθάνθηκαν σαν να τους καλούσαν να ψηφίσουν για κάτι άσχετο, μια γενική καταγγελία και έκφραση αγωνιστικών προθέσεων που δεν καταλήγει σε τίποτα συγκεκριμένο, δεν θέτει κανένα συγκεκριμένο καθήκον μπροστά τους.

Την ίδια λογική της υπακοής στη γενική πολιτική αντίληψη του ΚΚΕ για την περίοδο κινήθηκε και το πρόγραμμα δράσης που πρότεινε η ΔΑΣ και, ελλείψει άλλου, ψηφίστηκε. Τα μέλη του ΚΚΕ δεν αντιλαμβάνονται το παράλογο του πράγματος, να προτάσσεται ως βασικός άξονας δράσης η αναπλήρωση των απωλειών λόγω της μνημονιακής πολιτικής, χωρίς να θέτουν ως στόχο την κατάργηση της ίδιας της μνημονιακής πολιτικής και τη διαγραφή του χρέους, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει περίπτωση αναπλήρωσης των απωλειών. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά αγωνιστικός ρεφορμισμός: παλεύουμε για μικρές αλλαγές οικονομικού χαρακτήρα και τις συνδέουμε μόνο σε επίπεδο προπαγάνδας και ζύμωσης με όλα εκείνες τις διεκδικήσεις που είναι προϋποθέσεις για τη νίκη στο επίπεδο αυτών των μικρών αλλαγών. Έτσι, η επανάσταση μετατίθεται σε κάποιο απόμακρο μέλλον και το μόνο που μένει να κάνουμε σήμερα είναι ρεφορμιστικός αγώνας βελτίωσης της ζωής μας εντός του συστήματος. Είναι σίγουρο ότι αυτή η γραμμή θα αποτύχει να προστατέψει τους εργαζόμενους από την επίθεση. Έχει αποτύχει ήδη και φυσικά αυτό το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Στη βάση αυτή, θα έχουν λόγο να στραφούν σε πιο καθαρόαιμες ρεφορμιστικές ή και ανοικτά αστικές δυνάμεις για τη σωτηρία τους. Και αυτό το αντιλαμβάνονται βέβαια και οι αυτές οι δυνάμεις. Θα πρέπει να αναμένουμε λοιπόν την ένταση της δικής τους αντεπίθεσης για να κερδίσουν επιρροή στους συλλόγους και την Ομοσπονδία.

Τι πρέπει και μπορεί να γίνει από την πλευρά των εργαζομένων μέσα σε μια τέτοια κατάσταση; Το πρώτο που θα πρέπει να γίνει είναι να διαδοθεί και να κατοχυρωθεί στη συνείδηση των εργαζομένων ένα πρόγραμμα δράσης που να αποτελεί τη δική τους απάντηση απέναντι στην επίθεση που δέχονται. Βασικοί άξονες αυτού του προγράμματος πρέπει να είναι:

  • Η ανατροπή των μνημονίων, η άρνηση πληρωμής και η μη αναγνώριση του χρέους που γέννησε τα μνημόνια. Όλα τα επιμέρους αιτήματα και διεκδικήσεις (για αυξήσεις, διορισμούς, βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής, κ.τ.λ.) θα πρέπει να στεγάζονται κάτω από αυτήν τη γενική ατζέντα. Στη βάση αυτού του πλαισίου οι αγώνες των εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις θα πρέπει να συνενώνονται με τους αγώνες των εργαζομένων σ’ ολόκληρο το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
  • Η διατήρηση των  Αποκεντρωμένων Διοικήσεων ως αυτοτελή βαθμίδα διοίκησης και μάλιστα ενδυνάμωσή τους ώστε να έρθει πιο κοντά στους πολίτες και ειδικά στους εργαζόμενους, να μπορεί να τους προστατεύει καλύτερα (για παράδειγμα, με μέτρα για να μπορεί να παρεμβαίνει αποτελεσματικά για τη διατήρηση του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος). Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις δεν θα πρέπει να είναι ο εκπρόσωπος σε τοπικό επίπεδο ενός εχθρικού κράτους αλλά ο μηχανισμός που θα κάνει δυνατή τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις μαζί με τους εργαζόμενους και τις υπηρεσίες των άλλων φορέων, κυρίως στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, θα πρέπει να διαμορφώσουν εκείνες τις διεκδικήσεις και να προτείνουν εκείνες τις δομές που θα βελτιώνουν τη δράση της διοίκησης υπέρ των εργαζομένων.
  • Αντίσταση και ανατροπή των μέτρων «εκσυγχρονισμού» της διοίκησης που οδηγούν σε «μικρό και ευέλικτο» κράτος στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Ο εκσυγχρονισμός που πρέπει να επιδιώκουν οι εργαζόμενοι πρέπει να γίνεται με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, τουλάχιστον οι επαναστάτες, ότι στο όριο του αυτό σημαίνει την κατάργηση της ίδιας της γραφειοκρατίας και της δημοσιοϋπαλληλίας, του κρατικού μηχανισμού ως μηχανισμού εξουσίας πάνω σε ανθρώπους, και την αντικατάστασή του, αρχικά, με ένα μηχανισμό διαχείρισης πραγμάτων αποτελούμενο από αιρετούς και ανακλητούς υπαλλήλους που θα πληρώνονται με το μέσο μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη, ενώ τις λειτουργίες του θα τις διέπει η πλήρης δημοσιότητα. Αυτό το κράτος, το κράτος της δικτατορίας το προλεταριάτου, δηλαδή, είναι πραγματικά το πιο «μικρό και ευέλικτο» κράτος, το πιο φθηνό κράτος που μπορεί να υπάρξει, και το μόνο που μπορεί πραγματικά να απονεκρωθεί οδηγώντας το κράτος καθαυτό και την ταξική εξουσία που αυτό εκφράζει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, εκεί που είναι η πραγματική τους θέση. Αυτό δεν απαιτεί απλώς μια σημαντική ζύμωση από την πλευρά των αριστερών δυνάμεων για το τι είδους κράτος θέλουν, αλλά απαιτεί και πρακτικά αιτήματα που να μετατρέπουν τους εργαζόμενους στη διοίκηση από γραφειοκράτες-διεκπεραιωτές, σε τελική ανάλυση, της πολιτικής βούλησης των καπιταλιστών, σε εργαζόμενους που θα πρέπει να επιλύουν τα προβλήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας προς όφελός της. Με την έννοια, αυτή δεν είναι αρκετό να ζητάμε απλώς περισσότερους υπαλλήλους για να αντιμετωπίσουν το φόρτο εργασίας που σε μεγάλο βαθμό δημιουργείται από τις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες του ελληνικού αστικού κράτους, αλλά θα πρέπει να επιδιώκουμε τη δυνατότητα να ελέγχεται πιο άμεσα το κεφάλαιο, να ελέγχονται οι ορέξεις του για ασυδοσία, να προστατεύεται η εργασία, το φυσικό και αστικό περιβάλλον, κ.τ.λ.

Επιπλέον, οι σύλλογοι και η Ομοσπονδία θα πρέπει να ανοίξουν μια συζήτηση και να πάρουν μέτρα ώστε να εμποδιστεί η γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού, για να οδηγηθούμε σε μια δομή πιο κοντά στο μοντέλο του βιομηχανικού συνδικάτου, και να ξεφύγουμε από το σημερινό ομοσπονδιακό μοντέλο. Από την άλλη, άμεσα, πρέπει να οργανωθεί η καλύτερη λειτουργία των συλλόγων ώστε να ξεπερνιέται η πολυδιάσπαση των υπηρεσιών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (όπου ακόμα και υπηρεσίες μιας γενικής διεύθυνσης βρίσκονται διάσπαρτες σε διαφορετικά σημεία μέσα μια σε πόλη κάνοντας πολύ δύσκολη την κοινή δράση, εκτός βέβαια από το ότι δυσκολεύεται και η ίδια η διοικητική διαδικασία). Αυτά μπορεί να σημαίνουν πράγματα όπως: να ανοίξει η συζήτηση για τη δομή των σωματείων και για τη μετατροπή της Ομοσπονδίας σε Συνδικάτο των εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, και να ανοίξει η συζήτηση για τη δημιουργία Συνδικάτου όλων των εργαζομένων στην κρατική διοίκηση (των εργαζομένων σε Υπουργεία και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση) σε ένα ενιαίο πανίσχυρο Συνδικάτο Διοικητικών Υπαλλήλων. Θα σήμαινε να ενισχυθεί η πίεση για το λύσιμο το προβλημάτων υποδομής ώστε κάθε πρωτεύουσα νομού να αποκτήσει Διοικητήριο που θα στεγάζει όλες τις Διοικητικές υπηρεσίες [από τις υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (α’ και β’ βαθμού), τις υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, και τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες των Υπουργείων (Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, Υγειονομικές Περιφέρειες κτλ)]. Σημειωτέον ότι ο κτιριακός κατακερματισμός πολύ συχνά εξυπηρετεί τα συμφέροντα διάφορων μεγαλοεισοδηματιών (ανάμεσά τους και η Εκκλησία) που ζούνε από τα παχυλά ενοίκια που πληρώνει το κράτος, δηλ. εμείς, για να στεγάζει τις υπηρεσίες του.

Ο συνολικός επαναπροσανατολισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι μόνο των εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, αλλά συνολικά των εργαζομένων, προς μια τέτοια κατεύθυνση, δηλαδή, προς μια κατεύθυνση που να στήνει ένα πρόγραμμα αγώνα αλλά και εξουσίας ενάντια στο πρόγραμμα των καπιταλιστών για το ξεπέρασμα της κρίσης, δηλαδή, της μνημονιακής πολιτικής, και ταυτόχρονα η οικοδόμηση ενός ενιαίου μετώπου των εργαζομένων γύρω από ένα τέτοιο πρόγραμμα, είναι απαραίτητοι όροι όχι μόνο για τη νίκη των εργαζομένων ενάντια στην ταξική επίθεση που δέχονται αλλά και για την επιβίωση του συνδικαλιστικού κινήματος.

 

Β.Π.

 

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ψήφοι και Έδρες των 3 Συνεδρίων της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις Ελλάδας (ΟΣΕΑΔΕ)

1ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ(ΜΑΙΟΣ 2013)

 

ΨΗΦΟΙ (%)

ΕΔΡΕΣ

ΔΑΣ (ΚΚΕ και συνεργαζόμενοι)

36 (52,17%)

9

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ-ΕΝΟΤΗΤΑ (ΣΥΡΙΖΑ)

26 (37,68%)

7

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ (ΕΞΩΚΟΙΝΟΒ. ΑΡΙΣΤΕΡΑ)

5 (7,25%)

1

ΕΝΙΑΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ)

2

0

ΑΚΥΡΑ/ΛΕΥΚΑ

1

--

ΣΥΝΟΛΟ

70

17

 

2ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ(ΙΟΥΝΙΟΣ 2015)

 

ΨΗΦΟΙ (%)

ΕΔΡΕΣ

ΔΑΣ (ΚΚΕ και συνεργαζόμενοι)

45 (34,35%)

6

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ-ΕΝΟΤΗΤΑ (ΣΥΡΙΖΑ)

36 (27,48%)

5

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΑΣΚ)

22 (16,79%)

3

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΚΙΝΗΣΗ (ΔΑΚΕ)

10 (7,63%)

1

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΔΡΑΣΗ

10 (7,63%)

1

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

8 (6,11%)

1

ΑΚΥΡΑ/ΛΕΥΚΑ

0

--

ΣΥΝΟΛΟ

131

17

 

3ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ(ΙΟΥΝΙΟΣ 2017)

 

ΨΗΦΟΙ (%)

ΕΔΡΕΣ

ΔΑΣ (ΚΚΕ και συνεργαζόμενοι)

66 (40,99%)

7

ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΟΡΕΙΑ

{ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ-ΕΝΟΤΗΤΑ + ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ}} (ΣΥΡΙΖΑ)

53 (32,92%)

6

ΕΝΙΑΙΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ (ΔΑΚΕ)

21 (13,04%)

2

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΑΣΚ)

19 (11,80%)

2

ΑΚΥΡΑ/ΛΕΥΚΑ

2

--

ΣΥΝΟΛΟ

161

17